τριοττίς — three fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τριοττίδας — τριοττίς three fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τριόττης — ὁ, Α (κατά τον Φώτ.) «ἡ τριοττίς». [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. τού τριοττίς κατά τα αρσ. σε ης] … Dictionary of Greek
τριόττιον — τὸ, Μ [τριοττίς] μικρή τριοττίς* … Dictionary of Greek
τριοπίς — ίδος, ἡ, Α (κατά τον Ησύχ.) «τριόφθαλμος εἶναι ζῷον ὅμοιον ἀκρίδι καὶ περιτραχήλιον τρεῖς ἔχον ὀφθαλμοὺς ὑαλοῦς». [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < τριοττίς κατ επίδραση τού θ. οπ τού ὄπωπα*, αν δεν πρόκειται για εσφ. τ.] … Dictionary of Greek
okʷ- , (*heĝʷh- ) — okʷ , (*heĝʷh ) English meaning: to see; eye Deutsche Übersetzung: ‘sehen” Note: besides ok , see there Note: Root okʷ : to see; eye derived from Root deik ̂ : to show” : Root dek ̂ 1 : “to take, *offer a sacrifice, observe a … Proto-Indo-European etymological dictionary