τριοττίς

τριοττίς
-ίδος ή Μ
περιτραχήλι ή σκουλαρίκι με τρεις οπές ή με τρεις πολύτιμους λίθους σε σχήμα οφθαλμού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρι-* + ὄσσε, τώ «τα δυο μάτια» + επίθημα -ίς, -ίδος (πρβλ. ψηφίς). Ο τ. εμφανίζει τα χαρακτηριστικά στην αττ. -ττ- αντί τών -σσ- (πρβλ. πλήσσω: πλήττω)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • τριοττίς — three fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τριοττίδας — τριοττίς three fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τριόττης — ὁ, Α (κατά τον Φώτ.) «ἡ τριοττίς». [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. τού τριοττίς κατά τα αρσ. σε ης] …   Dictionary of Greek

  • τριόττιον — τὸ, Μ [τριοττίς] μικρή τριοττίς* …   Dictionary of Greek

  • τριοπίς — ίδος, ἡ, Α (κατά τον Ησύχ.) «τριόφθαλμος εἶναι ζῷον ὅμοιον ἀκρίδι καὶ περιτραχήλιον τρεῖς ἔχον ὀφθαλμοὺς ὑαλοῦς». [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < τριοττίς κατ επίδραση τού θ. οπ τού ὄπωπα*, αν δεν πρόκειται για εσφ. τ.] …   Dictionary of Greek

  • okʷ- , (*heĝʷh- ) —     okʷ , (*heĝʷh )     English meaning: to see; eye     Deutsche Übersetzung: ‘sehen”     Note: besides ok , see there     Note: Root okʷ : to see; eye derived from Root deik ̂ : to show” : Root dek ̂ 1 : “to take, *offer a sacrifice, observe a …   Proto-Indo-European etymological dictionary

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”